- κατεβόων
- καταβοάωbawlimperf ind act 3rd plκαταβοάωbawlimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβοώ — (AM καταβοῶ, άω) 1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω («οὐ μόνον βοᾱν, ἀλλ ἤδη καὶ καταβοᾱν», Φίλ.) 2. καταφέρομαι εναντίον κάποιου από αγανάκτηση, αποδοκιμάζω με φωνές («κατεβόων ἐλθόντες τῶν Ἀθηναίων ὅτι σπονδάς τε λελυκότες εἶεν», Θουκ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek